- προασπιστήρ
- -ῆρος, ὁ, Απροασπιστής.[ΕΤΥΜΟΛ. < προασπίζω + επίθημα -τήρ (πρβλ. θερισ-τήρ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προασπιστῆρα — προασπιστήρ one who holds a shield before masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προασπιστῆρας — προασπιστήρ one who holds a shield before masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προασπιστῆρες — προασπιστήρ one who holds a shield before masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)